-
1 сращивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сращивание
-
2 мозг
мозгм1. прям.., перен ὁ μυελός, τό μυαλό:головной \мозг ὁ ἐγκέφαλος· спии-но́й \мозг ὁ νωτιαίος μυελός· воспаление \мозга ἡ ἐγκεφαλίτις· костный \мозг ὁ μυελός τῶν ὁστῶν·2. \мозги мн. кул. τά μυαλά· ◊ до \мозга костей μέχρι μυελού ὀστέων, ὡς τό μεδοῦλι· шевелить \мозгами βάζω τό μυαλό"μου νά δουλέψει. -
3 мозг
-а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. -и α.1. μυαλό, μυελός•головной мозг ο εγκέφαλος•
спиной мозг ο νωτιαίος μυελός•
сотрясение -а διάσειση του εγκεφάλου•
воспаление -а εγκεφαλίτιδα•
продолговатый мозг προμήκης μυελός.
2. νους, διάνοια. || καθοδηγητικό κέντρο.3. πλθ. -и τα μυαλά (φαγητό).εκφρ.костный – μυελός των οστών•с мозгом (мозгами) – μυαλωμένος, ορθόφρονας•до -а костей – μέχρι μυελού οστέων, ως το κόκκαλο (τελείως)•вправить -и – βάζω μυαλό, νουθετώ, συμμορφώνω, συνετίζω•шевелить (раскидывать) -ами – διανοούμαι, βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, σχεδιάζω•- и не варят у него – δεν του κόβει το μυαλό ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές•- и набегрнь – (απλ.) ανάποδα σαν τον κάβουρα (αντίθετα προς όλους τους άλλους). -
4 саркома
-ы θ.σάρκωμα•саркома костей σάρκωμα των οστών.